αδιοριστία

αδιοριστία
ἀδιοριστία, η (Α) [ἀδιόριστος]
αοριστία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀδιοριστία — ἀδιοριστίᾱ , ἀδιοριστία indefiniteness fem nom/voc/acc dual ἀδιοριστίᾱ , ἀδιοριστία indefiniteness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιόριστος — η, ο (Α ἀδιόριστος, ον) νεοελλ. ο μη διορισμένος σε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία αρχ. αυτός που δεν ορίζεται, ακαθόριστος, απροσδιόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διορίζω. ΠΑΡ. αρχ. αδιοριστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”